- σύμβουλος
- ο, η / σύμβουλος ΝΜΑαυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ.δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ)νεοελλ.1. μέλος συμβουλίου υπηρεσίας ή οργανισμού2. φρ. α) «σύμβουλος σχολικός» — βλ. σχολικόςβ) «διευθύνων σύμβουλος» — βασικό διευθυντικό στέλεχος, μέλος τού διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, τού οποίου η ιδιότητα συμπίπτει συνήθως με την ιδιότητα τού προέδρουαρχ.1. (στην αρχαία Σπάρτη) καθένας από τους δέκα άρχοντες, οι οποίοι αποφάσιζαν για εκστρατεία εξω από τα όρια τής Λακωνικής2. (στην αρχαία Αθήνα) υπάλληλος διορισμένος από τους θεσμοθέτες3. (στην αρχαία Ρώμη) α) ο ύπατοςβ) ο συγκλητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πρό-βουλος].
Dictionary of Greek. 2013.